- ψευδεπίγραφος
- -η, -ο / ψευδεπίγραφος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.1. (για κείμενα) αυτός που ψευδώς αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται έργο του χωρίς να είναι, νόθος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψευδεπίγραφαεκκλ. (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) βιβλία που έχουν συνταχθεί κατά απομίμηση τών κανονικών βιβλίων τής Αγίας Γραφής και έχουν αποκλειστεί από τον εκκλησιαστικό κανόνα, αλλ. απόκρυφαμσν.-αρχ.αυτός που φέρει ψευδή επιγραφή ή τίτλοαρχ.επιφανειακός.επίρρ...ψευδεπιγράφως Ν(λόγιος τ.) με ψευδεπίγραφο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -επίγραφος (< επιγράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.